- φοδράρω
- Ν1. επενδύω εσωτερικά ένα ένδυμα, ράβω φόδρα2. (κατ' επέκτ.) τοποθετώ εσωτερική επένδυση σε αντικείμενο.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. fodrar].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φοδράρω — φοδράρω, φοδράρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φοδράρω — και φοδραρίζω (λ. ιταλ.), φοδράρισα και φόδραρα, φοδραρίστηκα, φοδραρισμένος, μτβ. 1. επενδύω εσωτερικά με φόδρα ρούχο: Το γελεκάκι που φορείς... το χω φοδραρισμένο. 2. επενδύω εσωτερικά οτιδήποτε: Κιβώτιο φοδραρισμένο με τσίγκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντουμπλάρω — 1. καλύπτω το εσωτερικό ενός ενδύματος με ύφασμα, φοδράρω 2. αντικαθιστώ έναν ηθοποιό σε ρόλο ή αντικαθιστώ τη φωνή ενός ηθοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. doubler «διπλασιάζω, φοδράρω» < γαλλ. double «διπλός» < λατ. duplus «διπλός, διπλάσιος»] … Dictionary of Greek
φοδραρίζω — Ν φοδράρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοδράρω, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
ασταρώνω — [αστάρι] 1. φοδράρω κάποιο ένδυμα 2. απλώνω σε μια επιφάνεια το πρώτο στρώμα του χρώματος … Dictionary of Greek
ντουμπλιούρ(α) — η φόδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. doublure «φόδρα» < γαλλ. doubler «φοδράρω»] … Dictionary of Greek
υπενδύω — ὑπενδύω ΝΜΑ [ἐνδύω] ντύνω εσωτερικά νεοελλ. επενδύω εσωτερικά, φοδράρω μσν. αρχ. ντύνω από μέσα, φορώ εσωτερικά, ντύνω από κάτω (α. «ὑπενέδυσ ἐρραμέν αὑτήν», Άλεξ. β. «ὑπενδεδυμένοι χιτῶνας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
υπορράπτω — ὑπορράπτω ΝΑ, και δ. γρφ. ὑποράπτω Α [ῥάπτω] επενδύω εσωτερικά με ύφασμα, φοδράρω αρχ. (σχετικά με λόγο) συρράπτω, συγκροτώ («ὡς δὴ τί δράσων τόνδ ὑπορράπτεις λόγον;», Ευρ.) … Dictionary of Greek
επενδύω — επένδυσα, επενδύθηκα, επενδυμένος, μτβ. 1. καλύπτω επιφάνεια αντικειμένου με επίστρωμα άλλης ύλης, καπλαντίζω, φοδράρω. 2. στερεώνω τα τοιχώματα οχυρωτικού έργου με διάφορα μέσα, για να μην πέσουν τα χώματα. 3. τοποθετώ κεφάλαια σε προσοδοφόρες… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντουμπλάρω — ντουμπλάρισα, ντουμπλαρίστηκα, ντουμπλαρισμένος 1. αντικαθιστώ ηθοποιό σε μια σκηνή κινηματογραφικού έργου. 2. αντικαθιστώ τη φωνή ηθοποιού σε μια κινηματογραφική ταινία. 3. φοδράρω. Ουσ. ντουμπλάρισμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)